Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενστικτώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Παράγωγα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενστικτώδ
ης
η
ενστικτώδ
ης
το
ενστικτώδ
ες
γενική
του
ενστικτώδ
ους
της
ενστικτώδ
ους
του
ενστικτώδ
ους
αιτιατική
τον
ενστικτώδ
η
την
ενστικτώδ
η
το
ενστικτώδ
ες
κλητική
ενστικτώδ
η
(
ς
)
ενστικτώδ
ης
ενστικτώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενστικτώδ
εις
οι
ενστικτώδ
εις
τα
ενστικτώδ
η
γενική
των
ενστικτωδ
ών
των
ενστικτωδ
ών
των
ενστικτωδ
ών
αιτιατική
τους
ενστικτώδ
εις
τις
ενστικτώδ
εις
τα
ενστικτώδ
η
κλητική
ενστικτώδ
εις
ενστικτώδ
εις
ενστικτώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενστικτώδης
<
ένστικτ(ο)
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
ενστικτώδης, -ης, -ες
που γίνεται
αυθόρμητα
, χωρίς
σκέψη
, που προκαλείται από
ένστικτο
Ενστικτώδης
κίνηση.
Συνώνυμα
επεξεργασία
ορμέμφυτος
Παράγωγα
επεξεργασία
ενστικτωδώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενστικτώδης
αγγλικά
:
instinctive
(en)
,
instinctual
(en)
γαλλικά
:
instinctif
(fr)
γερμανικά
:
instinktiv
(de)