αυθόρμητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυθόρμητα < αυθόρμητος + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
αυθόρμητα
- με αυθόρμητο τρόπο, με αυθορμησία, με αυθορμητισμό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυθόρμητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αυθόρμητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυθόρμητος