• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αυθορμητισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυθορμητισμός οι αυθορμητισμοί
      γενική του αυθορμητισμού των αυθορμητισμών
    αιτιατική τον αυθορμητισμό τους αυθορμητισμούς
     κλητική αυθορμητισμέ αυθορμητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αυθορμητισμός < αυθόρμητος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spontanéité)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αυθορμητισμός αρσενικό

  • το να είναι κάποιος αυθόρμητος, η ιδιότητα του αυθόρμητου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αυθορμητισμός
  • γαλλικά : spontanéité (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυθορμητισμός&oldid=5626340"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 01:13

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Νοεμβρίου 2022, στις 01:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie