αυθορμητισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυθορμητισμός < αυθόρμητος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spontanéité)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αυθορμητισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος αυθόρμητος, η ιδιότητα του αυθόρμητου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυθορμητισμός