Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός impulsively
συγκριτικός more impulsively
υπερθετικός most impulsively

  Ετυμολογία επεξεργασία

impulsively < impulsive + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

impulsively (en)

  Πηγές επεξεργασία