Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορμέμφυτος η ορμέμφυτη το ορμέμφυτο
      γενική του ορμέμφυτου της ορμέμφυτης του ορμέμφυτου
    αιτιατική τον ορμέμφυτο την ορμέμφυτη το ορμέμφυτο
     κλητική ορμέμφυτε ορμέμφυτη ορμέμφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορμέμφυτοι οι ορμέμφυτες τα ορμέμφυτα
      γενική των ορμέμφυτων των ορμέμφυτων των ορμέμφυτων
    αιτιατική τους ορμέμφυτους τις ορμέμφυτες τα ορμέμφυτα
     κλητική ορμέμφυτοι ορμέμφυτες ορμέμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορμέμφυτος < ορμή + έμφυτος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Naturtrieb < Natur (φύση) + Trieb (παρόρμηση)

  Επίθετο επεξεργασία

ορμέμφυτος, -η, -ο

  1. που εκδηλώνεται αυτόματα, παρορμητικά, ενστικτωδώς
    ※  Ὁ Βούκιος κι ὁ Λεωνής, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μισήθηκαν. Εἶταν ἕνα μίσος ὁρμέμφυτο, σκοτεινό, ἀναίτιο, ἀκατανόητο καὶ γιὰ τοῦτο τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μίσους, ἕνα γνήσιο πάθος ὄπως ὁ ἀληθινός ἔρωτας.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
     συνώνυμα: ενστικτώδης, (απροσχεδίαστος)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ορμέμφυτο: το ένστικτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία