έμφυτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έμφυτος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἔμφυτος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɛɱ.fi.tɔs/ αρσενικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
έμφυτος, -η, -ο
- που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
- ↪ έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «έμφυτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.