εμ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμ- < αρχαία ελληνική ἐμ- < ἐν- πριν από [p, v, f, m, ps] < ἐν
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
εμ- ή έμ-
- άλλη μορφή του εν-, πριν από β’ συνθετικό που αρχίζει από <μ> ή χειλικό σύμφωνο, δηλαδή πριν από <π, β, φ, μ, ψ>