Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμμένω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐμμένω
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμμένω
<
αρχαία ελληνική
ἐμμένω
Ρήμα
επεξεργασία
εμμένω
(
λόγιο
)
υποστηρίζω
επίμονα
,
σταθερά
και
ανυποχώρητα
τις
θέσεις
και
απόψεις
μου
※
Εμμένουν
στις κινητοποιήσεις τους οι οδηγοί φορτηγών. Σχεδιάζουν
πεζή
διαμαρτυρία στη Βουλή, πιθανότατα την Τρίτη.
(
*
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
επιμένω
)
Συγγενικά
επεξεργασία
εμμονή
εμμονικά
εμμονικός
εμμονοκρατία
έμμονος
εμμένων
→
δείτε
τις λέξεις
εν
και
μένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμμένω
αγγλικά
:
abide
(en)
,
adhere
(en)
γαλλικά
:
persister
(fr)