εμμένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμένω < αρχαία ελληνική ἐμμένω
Ρήμα
επεξεργασίαεμμένω
- (λόγιο) υποστηρίζω επίμονα, σταθερά και ανυποχώρητα τις θέσεις και απόψεις μου
Συνώνυμα
επεξεργασία- (επιμένω)
Δείτε επίσης : ἐμμένω |
εμμένω