εμμονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμμονικός: (νεολογισμός) του 21ού αιώνα <εμμον(ή), έμμον(ος) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.mo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐μο‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
εμμονικός, -ή, -ό
- που έχει εμμονές ή που επιμένει σε κάτι
- ※ Η Νένια Κάμπελ δεν είναι κάποιου είδους bot αλλά ένα αληθινό και χαριτωμένο 25χρονο κορίτσι από το Σαν Φρανσίσκο που χαρακτηρίζει τον εαυτό της εμμονική αναγνώστρια. Η ημέρα της περνάει διαβάζοντας και γράφοντας κριτικές στο Goodreads για τα βιβλία που διάβασε.
- Λαμπρινή Κουζέλη, άρθρο «H ταχύτερη βιβλιοκριτικός του Goodreads», εφημερίδα Το Βήμα, 2014.04.13.
- ※ Η Νένια Κάμπελ δεν είναι κάποιου είδους bot αλλά ένα αληθινό και χαριτωμένο 25χρονο κορίτσι από το Σαν Φρανσίσκο που χαρακτηρίζει τον εαυτό της εμμονική αναγνώστρια. Η ημέρα της περνάει διαβάζοντας και γράφοντας κριτικές στο Goodreads για τα βιβλία που διάβασε.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμμονικός
|