• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επιμένω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐπιμένω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιμένω < αρχαία ελληνική ἐπιμένω < ἐπί + μένω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈme.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

επιμένω

  1. δεν αφήνω κάτι στη μέση μιας προσπάθειας, εξακολουθώ να κάνω ή να επιδιώκω κάτι παρ’ όλες τις δυσμένειες ή αντιθέσεις που συναντώ
  2. εξακολουθώ να υφίσταμαι, να υπάρχω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • επιμένων
  • επίμονα
  • επιμονή
  • επίμονος
  • επιμόνως
  • → δείτε τις λέξεις επί και μένω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιμένω
  • αγγλικά : insist (en), persist (en)
  • γαλλικά : insister (fr), persister (fr), s'obstiner (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιμένω&oldid=5580659"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Αυγούστου 2022, στις 18:52
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Αυγούστου 2022, στις 18:52.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie