επιμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιμένων | η | επιμένουσα | το | επιμένον |
γενική | του | επιμένοντος & επιμένοντα1 |
της | επιμένουσας & επιμενούσης* |
του | επιμένοντος |
αιτιατική | τον | επιμένοντα | την | επιμένουσα | το | επιμένον |
κλητική | επιμένων | επιμένουσα | επιμένον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιμένοντες | οι | επιμένουσες | τα | επιμένοντα |
γενική | των | επιμενόντων | των | επιμενουσών | των | επιμενόντων |
αιτιατική | τους | επιμένοντες | τις | επιμένουσες | τα | επιμένοντα |
κλητική | επιμένοντες | επιμένουσες | επιμένοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιμένων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιμένω ((ελληνιστική κοινή), (επιμένω, αρχαία σημασία: παραμένω)[1]
Μετοχή
επεξεργασίαεπιμένων, -ουσα, -ον
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιμένων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιμένων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας