ενεστώτας persist
γ΄ ενικό ενεστώτα persists
αόριστος persisted
παθητική μετοχή persisted
ενεργητική μετοχή persisting

persist (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιμένω σε μια προσπάθεια ή μια ερώτηση που υποβάλλω
    ⮡  He persisted in repeating his question.
    Επέμενε να επαναλαμβάνει την ερώτησή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη persevere
  2. (αμετάβατο) διαρκώ, επιμένω, επιβιώνω, συνεχίζω να υπάρχω
    ⮡  How long will the beautiful weather persist?
    Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ωραίος καιρός;
    ⮡  Fears of recession persist, despite the measures taken by the government.
    Οι φόβοι για μια οικονομική ύφεση επιμένουν, παρά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση.
    ⮡  Some aspects of feudalism persisted into the 19th century
    Κάποια στοιχεία της φεουδαρχίας επιβίωναν και τον 19ο αιώνα.
     συνώνυμα:  endure, go on, last, persevere και remain
  3. (πληροφορική) σώζω δεδομένα, αποθηκεύω δεδομένα, διατηρώ δεδομένα σε μόνιμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)
     συνώνυμα: save

Συγγενικά

επεξεργασία