Δείτε επίσης: σῴζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω. Συγκρίνετε με το σώνω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈso.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σώ‐ζω

σώζω, στ.μέλλ.: θα σώσω, αόρ.: έσωσα, παθ.φωνή: σώζομαι, μτχ.π.ε.: σωζόμενος, π.αόρ.: σώθηκα, μτχ.π.π.: σωσμένος [2]

  1. αποτρέπω ή αποφεύγω μία άσχημη εξέλιξη, μια καταστροφή, ένα ατύχημα
    Η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά.
    Με το που ήρθε έσωσε την κατάσταση.
  2. διατηρώ
    Σώζονται πολλά κείμενα από την αρχαία ελληνική γραμματεία.
     συνώνυμα: διασώζω
  3. (πληροφορική) αποθηκεύω αρχείο στον υπολογιστή

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • σώνω, σώνομαι (με διαφορετικές σημασίες, με κοινούς ρηματικούς τύπους)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σωζ- σωσ- 
Μετοχή παθητικού παρακειμένου: σωσμένος και σωμένος από το ρήμα σώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σώζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σώζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)