Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuɾtɑɾˈmɑk/

kurtarmak (tr)

  • σώζω, αποτρέπω μία άσχημη εξέλιξη, π.χ. το θάνατο ή τον τραυματισμό κάποιου, την καταστροφή αντικειμένων ή τόπων, γλιτώνω, διασώζω
    ⮡  itfaiyenin zamanında müdahalesi köyü yangından kurtardı. — η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία