Δείτε επίσης: διασῴζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασώζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασῴζω < διά (δια-) + σῴζω ( < σῶ(σαι) + -ίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈsozo/ & /ðʝaˈso.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σώ‐ζω

διασώζω, στ.μέλλ.: θα διασώσω, αόρ.: διέσωσα, παθ.φωνή: διασώζομαι, π.αόρ.: διασώθηκα, μτχ.π.π.: διασωσμένος

  1. σώζω κάποιον ή κάτι που κινδυνεύει
  2. φροντίζω να μην καταστραφεί ή χαθεί κάτι σε μια καταστροφική περίπτωση (π.χ. πυρκαγιά)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σώζω και σώος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία