διάσωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάσωση | οι | διασώσεις |
γενική | της | διάσωσης* | των | διασώσεων |
αιτιατική | τη | διάσωση | τις | διασώσεις |
κλητική | διάσωση | διασώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάσωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάσω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική διασῴζω < διά (διά-) + σῴζω < σῶς + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.so.si/ & /ˈðʝa.so.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐σω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάσωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασώζω