• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διάσωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσωση οι διασώσεις
      γενική της διάσωσης* των διασώσεων
    αιτιατική τη διάσωση τις διασώσεις
     κλητική διάσωση διασώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάσω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική διασῴζω < διά (διά-) + σῴζω < σῶς + -ίζω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.so.si/ & /ˈðʝa.so.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐σω‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσωση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασώζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις διασώζω και σώζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διάσωση
  • αγγλικά : rescue (en)
  • γαλλικά : sauvetage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διάσωση&oldid=5466834"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 09:48

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 09:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας