διάσωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάσωσῐς | αἱ | διασώσεις | ||||
γενική | τῆς | διασώσεως | τῶν | διασώσεων | ||||
δοτική | τῇ | διασώσει | ταῖς | διασώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διάσωσῐν | τὰς | διασώσεις | ||||
κλητική ὦ! | διάσωσῐ | διασώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διασωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάσωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασῴ(ζω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάσωσις, -εως θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- διάσωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.