rescue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rescue < (κληρονομημένο) μέση αγγλική rescouen < παλαιά γαλλική rescoure
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rescue | rescues |
rescue (en)
- (μη μετρήσιμο) η διάσωση, η ενέργεια του να διασώζω κάποιον ή κάτι από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
- ⮡ They are sending out a rescue party.
- Αποστέλλουν ομάδα διάσωσης.
- ⮡ They rushed to his rescue.
- Έσπευσαν σε διάσωση του.
- ⮡ They are sending out a rescue party.
- η διάσωση, μια περίσταση όταν κάποιος ή κάτι σώζεται από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
- ⮡ We had three rescues from drowning yesterday.
- Είχαμε τρεις διασώσεις από πνιγμό χτες.
- ⮡ We had three rescues from drowning yesterday.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | rescue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rescues |
αόριστος | rescued |
παθητική μετοχή | rescued |
ενεργητική μετοχή | rescuing |
rescue (en)
Πηγές
επεξεργασία- rescue (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rescue (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193, 229, 862. ISBN 9780194325684., λήμμα: γλιτώνω, διασώζω, διάσωση, σώζω