Ετυμολογία

επεξεργασία
rescue < (κληρονομημένο) μέση αγγλική rescouen < παλαιά γαλλική rescoure

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɹɛs.kjuː/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rescue rescues

rescue (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διάσωση, η ενέργεια του να διασώζω κάποιον ή κάτι από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
    ⮡  They are sending out a rescue party.
    Αποστέλλουν ομάδα διάσωσης.
    ⮡  They rushed to his rescue.
    Έσπευσαν σε διάσωση του.
  2. η διάσωση, μια περίσταση όταν κάποιος ή κάτι σώζεται από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
    ⮡  We had three rescues from drowning yesterday.
    Είχαμε τρεις διασώσεις από πνιγμό χτες.
ενεστώτας rescue
γ΄ ενικό ενεστώτα rescues
αόριστος rescued
παθητική μετοχή rescued
ενεργητική μετοχή rescuing

rescue (en)

  • σώζω, διασώζω, γλιτώνω κάποιον ή κάτι από μια επικίνδυνη ή επιζήμια κατάσταση
    ⮡  How many were rescued.
    Πόσοι σώθηκαν;
    ⮡  I rescued him from drowning.
    Τον διέσωσα/γλίτωσα από πνιγμό.
     συνώνυμα: save