Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rescue rescues

rescue (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διάσωση, η ενέργεια του να διασώζω κάποιον ή κάτι από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
      They are sending out a rescue party.
    Αποστέλλουν ομάδα διάσωσης.
      They rushed to his rescue.
    Έσπευσαν σε διάσωση του.
  2. η διάσωση, μια περίσταση όταν κάποιος ή κάτι σώζεται από μια επικίνδυνη ή δύσκολη κατάσταση
      We had three rescues from drowning yesterday.
    Είχαμε τρεις διασώσεις από πνιγμό χτες.
ενεστώτας rescue
γ΄ ενικό ενεστώτα rescues
αόριστος rescued
παθητική μετοχή rescued
ενεργητική μετοχή rescuing

rescue (en)

  • σώζω, διασώζω, γλιτώνω κάποιον ή κάτι από μια επικίνδυνη ή επιζήμια κατάσταση
      How many were rescued.
    Πόσοι σώθηκαν;
      I rescued him from drowning.
    Τον διέσωσα/γλίτωσα από πνιγμό.
     συνώνυμα: save