Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διασώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασώζω
  2. θα διασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασώζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διασώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάσωση