διασώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασώζω
- θα διασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασώζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιασώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάσωση