Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασωσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασωσμέν
ος
η
διασωσμέν
η
το
διασωσμέν
ο
γενική
του
διασωσμέν
ου
της
διασωσμέν
ης
του
διασωσμέν
ου
αιτιατική
τον
διασωσμέν
ο
τη
διασωσμέν
η
το
διασωσμέν
ο
κλητική
διασωσμέν
ε
διασωσμέν
η
διασωσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασωσμέν
οι
οι
διασωσμέν
ες
τα
διασωσμέν
α
γενική
των
διασωσμέν
ων
των
διασωσμέν
ων
των
διασωσμέν
ων
αιτιατική
τους
διασωσμέν
ους
τις
διασωσμέν
ες
τα
διασωσμέν
α
κλητική
διασωσμέν
οι
διασωσμέν
ες
διασωσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διασωσμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασώζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασωσμένος
αγγλικά
:
rescued
(en)