διασωθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διασωθείς & διασωθέντας |
η | διασωθείσα | το | διασωθέν |
γενική | του | διασωθέντος & διασωθέντα |
της | διασωθείσας & διασωθείσης* |
του | διασωθέντος |
αιτιατική | τον | διασωθέντα | τη | διασωθείσα | το | διασωθέν |
κλητική | διασωθείς & διασωθέντα |
διασωθείσα | διασωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διασωθέντες | οι | διασωθείσες | τα | διασωθέντα |
γενική | των | διασωθέντων | των | διασωθεισών | των | διασωθέντων |
αιτιατική | τους | διασωθέντες | τις | διασωθείσες | τα | διασωθέντα |
κλητική | διασωθέντες | διασωθείσες | διασωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιασωθείς, -είσα, -έν