Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

eskapinta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος eskapi

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική eskapinta eskapintaj
αιτιατική eskapintan eskapintajn

eskapinta (eo)