rescapé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rescapé < rescaper
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rescapé | rescapés |
θηλυκό | rescapée | rescapées |
rescapé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rescapé | rescapés |
θηλυκό | rescapée | rescapées |
rescapé (fr)