διασωστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασωστικά < διασωστικός + -ά < ελληνιστική κοινή διασωστικός
Επίρρημα επεξεργασία
διασωστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασωστικά
|
Επίρρημα επεξεργασία
διασωστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διασωστικός