Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασώστης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διασώστ
ης
οι
διασώστ
ες
γενική
του
διασώστ
η
των
διασωστ
ών
αιτιατική
τον
διασώστ
η
τους
διασώστ
ες
κλητική
διασώστ
η
διασώστ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διασώστης
<
διασώζω
Διασώστης
σε επιχείρηση εντοπισμού σεισμόπληκτων.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διασώστης
αρσενικό
(
επάγγελμα
) το μέλος μιας ομάδας
διάσωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασώστης
αγγλικά
:
rescuer
(en)
γαλλικά
:
sauveteur
(fr)