Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασώστης οι διασώστες
      γενική του διασώστη των διασωστών
    αιτιατική τον διασώστη τους διασώστες
     κλητική διασώστη διασώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασώστης < διασώζω
 
Διασώστης σε επιχείρηση εντοπισμού σεισμόπληκτων.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασώστης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία