Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασωζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασωζόμεν
ος
η
διασωζόμεν
η
το
διασωζόμεν
ο
γενική
του
διασωζόμεν
ου
της
διασωζόμεν
ης
του
διασωζόμεν
ου
αιτιατική
τον
διασωζόμεν
ο
τη
διασωζόμεν
η
το
διασωζόμεν
ο
κλητική
διασωζόμεν
ε
διασωζόμεν
η
διασωζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασωζόμεν
οι
οι
διασωζόμεν
ες
τα
διασωζόμεν
α
γενική
των
διασωζόμεν
ων
των
διασωζόμεν
ων
των
διασωζόμεν
ων
αιτιατική
τους
διασωζόμεν
ους
τις
διασωζόμεν
ες
τα
διασωζόμεν
α
κλητική
διασωζόμεν
οι
διασωζόμεν
ες
διασωζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διασωζόμενος
:
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
διασώζω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ði̯a.soˈzo.me.nos
/ & /
ðʝa.soˈzo.me.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
διασωζόμενος
που
διασώζεται
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
διασώζω
και
σώζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασωζόμενος