ενεστώτας preserve
γ΄ ενικό ενεστώτα preserves
αόριστος preserved
παθητική μετοχή preserved
ενεργητική μετοχή preserving

preserve (en)

  1. διατηρώ
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) διασώζω, διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση σε καλή κατάσταση
    ⮡  Few of his early poems are preserved.
    Λίγα από τα πρώτα του ποιήματα διασώζονται.