preserve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | preserve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preserves |
αόριστος | preserved |
παθητική μετοχή | preserved |
ενεργητική μετοχή | preserving |
Ρήμα
επεξεργασίαpreserve (en)
- διατηρώ
- (συνήθως στην παθητική φωνή) διασώζω, διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση σε καλή κατάσταση
- ⮡ Few of his early poems are preserved.
- Λίγα από τα πρώτα του ποιήματα διασώζονται.
- ⮡ Few of his early poems are preserved.
Πηγές
επεξεργασία- preserve - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 229. ISBN 9780194325684., λήμμα: διασώζω