↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σώστρα οι σώστρες
      γενική της σώστρας
    αιτιατική τη σώστρα τις σώστρες
     κλητική σώστρα σώστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σώστρα < αρχαία ελληνική σῶστρα < σῴζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σώστρα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία