σώστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σώστρα | οι | σώστρες |
γενική | της | σώστρας | — | |
αιτιατική | τη | σώστρα | τις | σώστρες |
κλητική | σώστρα | σώστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σώστρα < αρχαία ελληνική σῶστρα < σῴζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασώστρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η αμοιβή που δίδεται σε όποιον σώζει πλοίο που έχει ναυαγήσει, το φορτίο, το ναύλο του κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σώστρα
|
Πηγές
επεξεργασία- σώστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σώστρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σώστρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- σῶστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.