ναυαγιαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναυαγιαίρεση | οι | ναυαγιαιρέσεις |
γενική | της | ναυαγιαίρεσης* | των | ναυαγιαιρέσεων |
αιτιατική | τη | ναυαγιαίρεση | τις | ναυαγιαιρέσεις |
κλητική | ναυαγιαίρεση | ναυαγιαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυαγιαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαναυαγιαίρεση θηλυκό
- ανάληψη διάσωσης του ναυαγήσαντος πλοίου ή φορτίου
- ανάληψη διάσωσης υπολειμμάτων του ναυαγήσαντος πλοίου ή φορτίου
- δόλια ή ηθελημένη (αναγκαστική) καταστροφή (μερική ή ολική) του πλοίου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναυαγιαίρεση
|