Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυαγιαίρεση οι ναυαγιαιρέσεις
      γενική της ναυαγιαίρεσης* των ναυαγιαιρέσεων
    αιτιατική τη ναυαγιαίρεση τις ναυαγιαιρέσεις
     κλητική ναυαγιαίρεση ναυαγιαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυαγιαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυαγιαίρεση < ναυάγιο + αίρεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυαγιαίρεση θηλυκό

  1. ανάληψη διάσωσης του ναυαγήσαντος πλοίου ή φορτίου
  2. ανάληψη διάσωσης υπολειμμάτων του ναυαγήσαντος πλοίου ή φορτίου
  3. δόλια ή ηθελημένη (αναγκαστική) καταστροφή (μερική ή ολική) του πλοίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία