Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυαγώ < αρχαία ελληνική ναυαγέω-ῶ < ναυαγός

  Ρήμα επεξεργασία

ναυαγώ

  1. (για πλοίο) βυθίζομαι ή εξοκέλλω λόγω σύγκρουσης, πρόσκρουσης, κακοκαιρίας, ναυμαχίας ή άλλου γεγονότος
  2. είμαι επιβάτης ή του μέλος πληρώματος πλοίου που βυθίστηκε ή εξόκειλε
  3. (μεταφορικά) οδηγούμαι σε αποτυχία
    πάλι ναυάγησαν οι συνομιλίες για το Κυπριακό

  Μεταφράσεις επεξεργασία