Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shipwreck shipwrecks

shipwreck (en)

ενεστώτας shipwreck
γ΄ ενικό ενεστώτα shipwrecks
αόριστος shipwrecked
παθητική μετοχή shipwrecked
ενεργητική μετοχή shipwrecking

shipwreck (en)

  1. ναυαγώ
  2. προκαλώ το ναυάγιο ενός πλοίου
  3. (μεταφορικά) καταστρέφω