shipwreck
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shipwreck | shipwrecks |
shipwreck (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | shipwreck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shipwrecks |
αόριστος | shipwrecked |
παθητική μετοχή | shipwrecked |
ενεργητική μετοχή | shipwrecking |
shipwreck (en)
- ναυαγώ
- προκαλώ το ναυάγιο ενός πλοίου
- (μεταφορικά) καταστρέφω