Δείτε επίσης: ἐξοκέλλω

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοκέλλω < αρχαία ελληνική ἐξοκέλλω < ἐξ (εξ-) + ὀκέλλω (προσαράζω -για πλοία-)[1]
ΔΦΑ : /e.ksoˈce.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξοκέλλω
παλιότερος συλλαβισμός: εξοκέλλω

εξοκέλλω

  1. (για πλοίο) ναυαγώ στην ακτή, προσαράζω
  2. (μεταφορικά) παραστρατώ, παρεκτρέπομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.