↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωστικός η σωστική το σωστικό
      γενική του σωστικού της σωστικής του σωστικού
    αιτιατική τον σωστικό τη σωστική το σωστικό
     κλητική σωστικέ σωστική σωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωστικοί οι σωστικές τα σωστικά
      γενική των σωστικών των σωστικών των σωστικών
    αιτιατική τους σωστικούς τις σωστικές τα σωστικά
     κλητική σωστικοί σωστικές σωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωστικός < αρχαία ελληνική σῴζω

  Επίθετο

επεξεργασία

σωστικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία