σώσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώσιμο | τα | σωσίματα |
γενική | του | σωσίματος | των | σωσιμάτων |
αιτιατική | το | σώσιμο | τα | σωσίματα |
κλητική | σώσιμο | σωσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σώσιμο < σώζω + -ιμο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική save)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασώσιμο ουδέτερο
- (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σώζω
- η διάσωση
- η σωτηρία
- (πληροφορική) η αποθήκευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σώσιμο
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώσιμο | τα | σωσίματα |
γενική | του | σωσίματος | των | σωσιμάτων |
αιτιατική | το | σώσιμο | τα | σωσίματα |
κλητική | σώσιμο | σωσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασώσιμο ουδέτερο
- (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σώνω
- (λαϊκότροπο) το τελείωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σώσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σώσιμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σώσιμο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)