↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώσιμο τα σωσίματα
      γενική του σωσίματος των σωσιμάτων
    αιτιατική το σώσιμο τα σωσίματα
     κλητική σώσιμο σωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σώσιμο < σώζω + -ιμο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική save)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σώσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώσιμο τα σωσίματα
      γενική του σωσίματος των σωσιμάτων
    αιτιατική το σώσιμο τα σωσίματα
     κλητική σώσιμο σωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σώσιμο < σώνω + -ιμο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σώσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία