πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάντληση οι εξαντλήσεις
      γενική της εξάντλησης* των εξαντλήσεων
    αιτιατική την εξάντληση τις εξαντλήσεις
     κλητική εξάντληση εξαντλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαντλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈksand.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξάντληση
παλιότερος συλλαβισμός: εξάντληση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξάντληση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία