αντλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντλώ < αρχαία ελληνική ἀντλέω -ἀντλῶ < ἄντλος
Ρήμα
επεξεργασίααντλώ
- βγάζω με κάποιο τρόπο (π.χ. με μια αντλία) ένα υγρό από ένα δοχείο ή μια δεξαμενή
- βρίσκω σημαντικά στοιχεία για μια έρευνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντλώ | αντλούσα | θα αντλώ | να αντλώ | αντλώντας | |
β' ενικ. | αντλείς | αντλούσες | θα αντλείς | να αντλείς | (άντλει) | |
γ' ενικ. | αντλεί | αντλούσε | θα αντλεί | να αντλεί | ||
α' πληθ. | αντλούμε | αντλούσαμε | θα αντλούμε | να αντλούμε | ||
β' πληθ. | αντλείτε | αντλούσατε | θα αντλείτε | να αντλείτε | αντλείτε | |
γ' πληθ. | αντλούν(ε) | αντλούσαν(ε) | θα αντλούν(ε) | να αντλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άντλησα | θα αντλήσω | να αντλήσω | αντλήσει | ||
β' ενικ. | άντλησες | θα αντλήσεις | να αντλήσεις | άντλησε | ||
γ' ενικ. | άντλησε | θα αντλήσει | να αντλήσει | |||
α' πληθ. | αντλήσαμε | θα αντλήσουμε | να αντλήσουμε | |||
β' πληθ. | αντλήσατε | θα αντλήσετε | να αντλήσετε | αντλήστε | ||
γ' πληθ. | άντλησαν αντλήσαν(ε) |
θα αντλήσουν(ε) | να αντλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντλήσει | είχα αντλήσει | θα έχω αντλήσει | να έχω αντλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντλήσει | είχες αντλήσει | θα έχεις αντλήσει | να έχεις αντλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντλήσει | είχε αντλήσει | θα έχει αντλήσει | να έχει αντλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντλήσει | είχαμε αντλήσει | θα έχουμε αντλήσει | να έχουμε αντλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντλήσει | είχατε αντλήσει | θα έχετε αντλήσει | να έχετε αντλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντλήσει | είχαν αντλήσει | θα έχουν αντλήσει | να έχουν αντλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντλούμαι | αντλούμουν | θα αντλούμαι | να αντλούμαι | ||
β' ενικ. | αντλείσαι | αντλούσουν | θα αντλείσαι | να αντλείσαι | ||
γ' ενικ. | αντλείται | αντλούνταν | θα αντλείται | να αντλείται | ||
α' πληθ. | αντλούμαστε | αντλούμασταν αντλούμαστε |
θα αντλούμαστε | να αντλούμαστε | ||
β' πληθ. | αντλείστε | αντλούσασταν αντλούσαστε |
θα αντλείστε | να αντλείστε | αντλείστε | |
γ' πληθ. | αντλούνται | αντλούνταν | θα αντλούνται | να αντλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντλήθηκα | θα αντληθώ | να αντληθώ | αντληθεί | ||
β' ενικ. | αντλήθηκες | θα αντληθείς | να αντληθείς | αντλήσου | ||
γ' ενικ. | αντλήθηκε | θα αντληθεί | να αντληθεί | |||
α' πληθ. | αντληθήκαμε | θα αντληθούμε | να αντληθούμε | |||
β' πληθ. | αντληθήκατε | θα αντληθείτε | να αντληθείτε | αντληθείτε | ||
γ' πληθ. | αντλήθηκαν αντληθήκαν(ε) |
θα αντληθούν(ε) | να αντληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντληθεί | είχα αντληθεί | θα έχω αντληθεί | να έχω αντληθεί | αντλημένος | |
β' ενικ. | έχεις αντληθεί | είχες αντληθεί | θα έχεις αντληθεί | να έχεις αντληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντληθεί | είχε αντληθεί | θα έχει αντληθεί | να έχει αντληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντληθεί | είχαμε αντληθεί | θα έχουμε αντληθεί | να έχουμε αντληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντληθεί | είχατε αντληθεί | θα έχετε αντληθεί | να έχετε αντληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντληθεί | είχαν αντληθεί | θα έχουν αντληθεί | να έχουν αντληθεί |