derive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | derive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | derives |
αόριστος | derived |
παθητική μετοχή | derived |
ενεργητική μετοχή | deriving |
Ρήμα
επεξεργασίαderive (en)
- αντλώ, αποκομίζω
- συμπεραίνω, συμπεραίνω κάτι βάση άλλου, οδηγούμαι νοερά κάπου από κάποια αφετηρία (derive(d) conclusion)
- παράγομαι
- ⮡ Many English words are derived from Latin.
- Πολλές αγγλικές λέξεις παράγονται από τα Λατινικά.
- ⮡ Many English words are derived from Latin.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- derive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 653. ISBN 9780194325684., λήμμα: παράγω