Ουσιαστικό

επεξεργασία

exhaustion (en)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exhaustion exhaustions

exhaustion (fr) θηλυκό

  1. μέθοδος ανάλυσης που εξαντλεί όλες τις δυνατές υποθέσεις ενός ερωτήματος
  2. (παρωχημένο) το στέρεμα ενός υγρού

Συγγενικά

επεξεργασία