exhaustion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
exhaustion (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- exhaustion < δημώδης λατινική exhaustio < exhaurire, στερεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.ɡzo.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhaustion | exhaustions |
exhaustion (fr) θηλυκό
- μέθοδος ανάλυσης που εξαντλεί όλες τις δυνατές υποθέσεις ενός ερωτήματος
- (παρωχημένο) το στέρεμα ενός υγρού