Ουσιαστικό

επεξεργασία

exhaustion (en)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
exhaustion < δημώδης λατινική exhaustio < exhaurire, στερεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.ɡzo.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exhaustion exhaustions

exhaustion (fr) θηλυκό

  1. μέθοδος ανάλυσης που εξαντλεί όλες τις δυνατές υποθέσεις ενός ερωτήματος
  2. (παρωχημένο) το στέρεμα ενός υγρού

Συγγενικά

επεξεργασία