Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exhaure exhaures

exhaure (fr) θηλυκό

  1. το στέρεμα ενός υγρού
  2. η εγκατάσταση που προκαλεί αυτό το στέρεμα

Συγγενικά

επεξεργασία