exhaure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exhaure | exhaures |
exhaure (fr) θηλυκό
- το στέρεμα ενός υγρού
- η εγκατάσταση που προκαλεί αυτό το στέρεμα
ενικός | πληθυντικός |
exhaure | exhaures |
exhaure (fr) θηλυκό