Ετυμολογία

επεξεργασία
exhaure < λατινική exhaurire (εξαντλώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.ɡzoʁ/

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exhaure exhaures

exhaure (fr) θηλυκό

  1. το στέρεμα ενός υγρού
  2. η εγκατάσταση που προκαλεί αυτό το στέρεμα

Συγγενικά

επεξεργασία