Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
exhaustivité
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
exhaustivité
<
exhaustif
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɛɡ.zo.sti.vi.te
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
exhaustivité
(fr)
θηλυκό
η
εξαντλητικότητα
, η
πληρότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
exhaure
exhausteur
exhaustif
exhaustion
exhaustivement
exhaustivité