exhausteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.ɡzos.tœʁ/
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɡ.zo.stœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhausteur | exhausteurs |
exhausteur (fr) αρσενικό
- μηχάνημα που αντλεί όλο το υγρό μιας δεξαμενής φέρνοντάς το σε υψηλότερο επίπεδο
- (χημεία) exhausteur de goût, exhausteur de saveur - χημική ουσία που προστίθεται στις τροφές για να δυναμώσει τη γεύση τους