↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαντλητικότητα οι εξαντλητικότητες
      γενική της εξαντλητικότητας των εξαντλητικοτήτων
    αιτιατική την εξαντλητικότητα τις εξαντλητικότητες
     κλητική εξαντλητικότητα εξαντλητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαντλητικότητα < εξαντλητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exhaustiveness)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξαντλητικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία