εξαντλητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαντλητικότητα < εξαντλητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exhaustiveness)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαντλητικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) (λόγιο) η ιδιότητα του εξαντλητικού
- ※ Ειδικότερα για τα ηλεκτρονικά λεξικά, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και η εξαντλητικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά τους, η απαίτηση για πληρότητα θέτει το πρόβλημα των ορίων αποδοχής μορφολογικά υπαρκτών αλλά χρηστικά λόγιων ή λαϊκότροπων λέξεων. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαντλητικότητα