λεξικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
γενική | του | λεξικού | των | λεξικών |
αιτιατική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
κλητική | λεξικό | λεξικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεξικό < ελληνιστική κοινή λεξικόν (εννοείται βιβλίον), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dictionnaire[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεξικό ουδέτερο
- (λεξικογραφία) έργο (βιβλίο, ψηφιακό αρχείο ή/και ιστότοπος) που συστηματικά συγκεντρώνει και ταξινομεί λέξεις σε αλφαβητική ή άλλη σειρά, παρέχοντας και ποικίλες πληροφορίες (γραμματικές, συντακτικές, ερμηνευτικές, ετυμολογικές κ.λπ.)
- το βιβλίο που συστηματικά συγκεντρώνει και αναπτύσσει συνοπτικά τους όρους ενός επιστημονικού κλάδου
- (γλωσσολογία) το σύνολο των λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιεί για επικοινωνία μια γλωσσική κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το λεξιλόγιο ενός ατόμου)
- (πληροφορική), (δομή δεδομένων) βλ. συνώνυμο πίνακας συσχετισμών
Συγγενικά
επεξεργασία- λεξικο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεξικο- στο Βικιλεξικό
- λεξικογράφηση
- λεξικογραφία
- λεξικογραφώ
- λεξικογράφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεξικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεξικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεξικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας