Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεξικό τα λεξικά
      γενική του λεξικού των λεξικών
    αιτιατική το λεξικό τα λεξικά
     κλητική λεξικό λεξικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα έντυπο λεξικό

  Ετυμολογία

λεξικό < ελληνιστική κοινή λεξικόν (εννοείται βιβλίον), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dictionnaire[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /le.ksiˈko/

  Ουσιαστικό

λεξικό ουδέτερο

  1. (λεξικογραφία) έργο (βιβλίο, ψηφιακό αρχείο ή/και ιστότοπος) που συστηματικά συγκεντρώνει και ταξινομεί λέξεις σε αλφαβητική ή άλλη σειρά, παρέχοντας και ποικίλες πληροφορίες (γραμματικές, συντακτικές, ερμηνευτικές, ετυμολογικές κ.λπ.)
  2. το βιβλίο που συστηματικά συγκεντρώνει και αναπτύσσει συνοπτικά τους όρους ενός επιστημονικού κλάδου
  3. (γλωσσολογία) το σύνολο των λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιεί για επικοινωνία μια γλωσσική κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το λεξιλόγιο ενός ατόμου)
  4. (πληροφορική), (δομή δεδομένων) βλ. συνώνυμο πίνακας συσχετισμών

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

λεξικό

  Αναφορές