λεξικογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεξικογράφος < ελληνιστική κοινή λεξικογράφος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε λεξικο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεξικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, λεξικογραφία) που ασχολείται με τη σύνταξη ενός λεξικού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις λεξικογραφία, λέγω και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεξικογράφος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεξικογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- λεξικογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λεξικογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λεξικογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.