Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λεξικογράφος οι λεξικογράφοι
      γενική του/της λεξικογράφου των λεξικογράφων
    αιτιατική τον/τη λεξικογράφο τους/τις λεξικογράφους
     κλητική λεξικογράφε λεξικογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεξικογράφος < ελληνιστική κοινή λεξικογράφος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε λεξικο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεξικογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία