Wörterbuch
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Wörterbuch | die | Wörterbücher |
γενική | des | Wörterbuches Wörterbuchs |
der | Wörterbücher |
δοτική | dem | Wörterbuch Wörterbuche |
den | Wörterbüchern |
αιτιατική | das | Wörterbuch | die | Wörterbücher |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvœʁtɐˌbuːx/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαWörterbuch (de) ουδέτερο
- (λεξικογραφία) λεξικό
- Ich erinnere mich nicht an die Übersetzung dieses Wortes, lass sie mich in einem griechisch-deutschen Wörterbuch finden.
- Δε θυμάμαι τη μετάφραση αυτής της λέξης, κάτσε να τη βρω σε ένα ελληνογερμανικό λεξικό.
- Ich erinnere mich nicht an die Übersetzung dieses Wortes, lass sie mich in einem griechisch-deutschen Wörterbuch finden.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Wörterbuch στη γερμανική Βικιπαίδεια