Wörterbücher
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvœʁtɐˌbyːçɐ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Wör‐ter‐bü‐cher
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαWörterbücher (de) ουδέτερο
- ονομαστική, γενική και αιτιατική πληθυντικού του Wörterbuch