↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξικογράφηση οι λεξικογραφήσεις
      γενική της λεξικογράφησης* των λεξικογραφήσεων
    αιτιατική τη λεξικογράφηση τις λεξικογραφήσεις
     κλητική λεξικογράφηση λεξικογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεξικογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεξικογράφηση < λεξικογραφώ + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.ksi.koˈɣɾa.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ξι‐κο‐γρά‐φη‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεξικογράφηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία