λεξικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεξικός | η | λεξική | το | λεξικό |
γενική | του | λεξικού | της | λεξικής | του | λεξικού |
αιτιατική | τον | λεξικό | τη | λεξική | το | λεξικό |
κλητική | λεξικέ | λεξική | λεξικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεξικοί | οι | λεξικές | τα | λεξικά |
γενική | των | λεξικών | των | λεξικών | των | λεξικών |
αιτιατική | τους | λεξικούς | τις | λεξικές | τα | λεξικά |
κλητική | λεξικοί | λεξικές | λεξικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεξικός < (ελληνιστική κοινή) λεξικός → δείτε και τη λέξη λεξικό
Επίθετο
επεξεργασίαλεξικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με λέξεις, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές
- ⮡ Αυτές οι λεξικές μορφές είναι σύνθετες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λεξικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λεξικός | ἡ | λεξική | τὸ | λεξικόν |
γενική | τοῦ | λεξικοῦ | τῆς | λεξικῆς | τοῦ | λεξικοῦ |
δοτική | τῷ | λεξικῷ | τῇ | λεξικῇ | τῷ | λεξικῷ |
αιτιατική | τὸν | λεξικόν | τὴν | λεξικήν | τὸ | λεξικόν |
κλητική ὦ! | λεξικέ | λεξική | λεξικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λεξικοί | αἱ | λεξικαί | τὰ | λεξικᾰ́ |
γενική | τῶν | λεξικῶν | τῶν | λεξικῶν | τῶν | λεξικῶν |
δοτική | τοῖς | λεξικοῖς | ταῖς | λεξικαῖς | τοῖς | λεξικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | λεξικούς | τὰς | λεξικᾱ́ς | τὰ | λεξικᾰ́ |
κλητική ὦ! | λεξικοί | λεξικαί | λεξικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεξικώ | τὼ | λεξικᾱ́ | τὼ | λεξικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | λεξικοῖν | τοῖν | λεξικαῖν | τοῖν | λεξικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεξικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λέξ(ις)+ -ικός < λέγω. Δείτε και λεξικόν.
Επίθετο
επεξεργασίαλεξικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) λεξικός
- ⮡ λεξικόν βιβλίον (βιβλίο με λέξεις)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λεξικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.