↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεξικός η λεξική το λεξικό
      γενική του λεξικού της λεξικής του λεξικού
    αιτιατική τον λεξικό τη λεξική το λεξικό
     κλητική λεξικέ λεξική λεξικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεξικοί οι λεξικές τα λεξικά
      γενική των λεξικών των λεξικών των λεξικών
    αιτιατική τους λεξικούς τις λεξικές τα λεξικά
     κλητική λεξικοί λεξικές λεξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεξικός < (ελληνιστική κοινήλεξικός → δείτε και τη λέξη λεξικό

  Επίθετο

επεξεργασία

λεξικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με λέξεις, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές
    ⮡  Αυτές οι λεξικές μορφές είναι σύνθετες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λεξικός λεξική τὸ λεξικόν
      γενική τοῦ λεξικοῦ τῆς λεξικῆς τοῦ λεξικοῦ
      δοτική τῷ λεξικ τῇ λεξικ τῷ λεξικ
    αιτιατική τὸν λεξικόν τὴν λεξικήν τὸ λεξικόν
     κλητική ! λεξικέ λεξική λεξικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λεξικοί αἱ λεξικαί τὰ λεξικᾰ́
      γενική τῶν λεξικῶν τῶν λεξικῶν τῶν λεξικῶν
      δοτική τοῖς λεξικοῖς ταῖς λεξικαῖς τοῖς λεξικοῖς
    αιτιατική τοὺς λεξικούς τὰς λεξικᾱ́ς τὰ λεξικᾰ́
     κλητική ! λεξικοί λεξικαί λεξικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεξικώ τὼ λεξικᾱ́ τὼ λεξικώ
      γεν-δοτ τοῖν λεξικοῖν τοῖν λεξικαῖν τοῖν λεξικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεξικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λέξ(ις)+ -ικός < λέγω. Δείτε και λεξικόν.

  Επίθετο

επεξεργασία

λεξικός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία