ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λεξικόν τὰ λεξικᾰ́
      γενική τοῦ λεξικοῦ τῶν λεξικῶν
      δοτική τῷ λεξικ τοῖς λεξικοῖς
    αιτιατική τὸ λεξικόν τὰ λεξικᾰ́
     κλητική ! λεξικόν λεξικᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεξικώ
γεν-δοτ τοῖν  λεξικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεξικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός (εννοείται η λέξη βιβλίον): βιβλίο με λέξεις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεξικόν, -οῦ ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

λεξικόν (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λεξικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λεξικός

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λεξικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.