λεξικόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λεξικόν | τὰ | λεξικᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | λεξικοῦ | τῶν | λεξικῶν | ||||
δοτική | τῷ | λεξικῷ | τοῖς | λεξικοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | λεξικόν | τὰ | λεξικᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | λεξικόν | λεξικᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεξικώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λεξικοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεξικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός (εννοείται η λέξη βιβλίον): βιβλίο με λέξεις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεξικόν, -οῦ ουδέτερο
- (λεξικογραφία) λεξικό (με ερμηνείες λέξεων αρχαίων συγγραφέων) [1]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλεξικόν (ελληνιστική κοινή)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λεξικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λεξικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λεξικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λεξικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.