ραιτορομανικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ραιτορομανικά < ραιτορομανικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ραιτορομανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή ρομανσικά
- (γλωσσολογία) ομάδα από λατινογενή ιδιώματα που τα μιλάνε σε περιοχές της Ελβετίας και της βορειοανατολικής Ιταλίας
- (γλώσσα) (ειδικότερα) η μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Ελβετίας (οι άλλες τρεις είναι τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά). Τα μιλάνε στο καντόνι Graubünden (Grisons). Τα ραιτορομανικά της Ελβετίας είναι συγγενικά με τα λαδινικά και τα φριουλανικά της βορειοανατολικής Ιταλίας.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κωδικός γλώσσας: rm
- Ρομανσική γλώσσα στη Βικιπαίδεια
Άλλα ραιτορομανικά ιδιώματα:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομάδα γλωσσών